ακίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακίδα | οι | ακίδες |
γενική | της | ακίδας | των | ακίδων |
αιτιατική | την | ακίδα | τις | ακίδες |
κλητική | ακίδα | ακίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακίδα < αρχαία ελληνική ἀκίς
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακίδα θηλυκό
- αιχμηρή άκρη μεταλλικών συνήθως αντικειμένων, μύτη
- ονομασία λεπτών και αιχμηρών οργάνων, όργανο για τη χάραξη λείας και σκληρής επιφάνειας
- εκτυπωτής ακίδων
- (ειδικότερα) αγκάθι, αγκίδα ή αγκίθα, φυτικής προέλευσης (κομμάτι ξύλου ή αγκαθιού)