• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αγκίθα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκίθα οι αγκίθες
      γενική της αγκίθας των αγκίθων
    αιτιατική την αγκίθα τις αγκίθες
     κλητική αγκίθα αγκίθες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αγκίθα < μεσαιωνική ελληνική αγκίδα (με επίδραση της λέξης αγκάθι)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αγκίθα θηλυκό

  • αγκίδα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αγκίθα&oldid=4710690"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Αυγούστου 2020, στις 21:04

Γλώσσες

    • English
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Αυγούστου 2020, στις 21:04.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie