καλαμάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλαμάρι | τα | καλαμάρια |
γενική | του | καλαμαριού | των | καλαμαριών |
αιτιατική | το | καλαμάρι | τα | καλαμάρια |
κλητική | καλαμάρι | καλαμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλαμάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλαμάρι(ν) / καλαμάριον < λατινική (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) < (ελληνιστική κοινή) καλαμάριον < αρχαία ελληνική κάλαμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.laˈma.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαμάρι ουδέτερο
- (μαλάκιο) Κεφαλόποδο μαλάκιο με μακρόστενο σώμα, τριγωνικά πτερύγια στην κάτω πλευρά του και δέκα πλοκάμια στο κεφάλι εκ των οποίων τα δύο είναι μεγαλύτερα από τα υπόλοιπα
- μικρό δοχείο που περιείχε μελάνι για γράψιμο
- ※ Άρπαξε το καπέλο του και παίρνοντάς το έχυσε το καλαμάρι. Το μελάνι έσταζε σαν αίμα στο πάτωμα. (Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας Σαν ένας περήφανος άντρας [διήγημα])
- ≈ συνώνυμα: μελανοδοχείο
- ειδική θήκη όπου τοποθετούνταν πένες από καλάμι
Εκφράσεις
επεξεργασία- χαρτί και καλαμάρι με όλες τις λεπτομέρειες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλάμι
- καλαμαράκι
- καλαμαροχτάποδο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελανοδοχείο
→ δείτε τη λέξη μελανοδοχείο |
κεφαλόποδο μαλάκιο
|