νορμανδικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νορμανδικά | ||
γενική | των | νορμανδικών | ||
αιτιατική | τα | νορμανδικά | ||
κλητική | νορμανδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίανορμανδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νορμανδικός στον πληθυντικό
Επίρρημα
επεξεργασίανορμανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) της Νορμανδίας που ανήκει στην ομάδα γαλλικών γλωσσών langues d'oïl
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανορμανδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νορμανδικό