Νορμανδία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Νορμανδία | οι | Νορμανδίες |
γενική | της | Νορμανδίας | των | Νορμανδιών |
αιτιατική | τη | Νορμανδία | τις | Νορμανδίες |
κλητική | Νορμανδία | Νορμανδίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νορμανδία < γαλλική Normandie < παλαιά γαλλική Normendie < normant / Normant < παλαιά νορβηγική norðmaðr (άνθρωπος του βορρά, βόρειος) < norðr (< πρωτογερμανική *nurþrą) + maðr (< πρωτογερμανική *mannz)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /noɾ.manˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νορ‐μαν‐δί‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νορμανδία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Νορμανδία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Νορμανδία