Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νορμανδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νορμανδικ
ός
η
νορμανδικ
ή
το
νορμανδικ
ό
γενική
του
νορμανδικ
ού
της
νορμανδικ
ής
του
νορμανδικ
ού
αιτιατική
τον
νορμανδικ
ό
τη
νορμανδικ
ή
το
νορμανδικ
ό
κλητική
νορμανδικ
έ
νορμανδικ
ή
νορμανδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νορμανδικ
οί
οι
νορμανδικ
ές
τα
νορμανδικ
ά
γενική
των
νορμανδικ
ών
των
νορμανδικ
ών
των
νορμανδικ
ών
αιτιατική
τους
νορμανδικ
ούς
τις
νορμανδικ
ές
τα
νορμανδικ
ά
κλητική
νορμανδικ
οί
νορμανδικ
ές
νορμανδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νορμανδικός
<
Νορμανδία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
νορμανδικός
που έχει
σχέση
με την
Νορμανδία
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νορμανδικός
γαλλικά
:
normand
(fr)