ραχιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραχιτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rachitisme[1] [2] ή αγγλική rachitism[1] < αρχαία ελληνική ῥαχίτις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραχιτισμός αρσενικό
- (ιατρική) άλλη μορφή του ραχίτιδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραχιτισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ραχιτισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ραχιτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας