ραχίτιδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ραχίτιδα < ράχ(η) + -ίτιδα / ραχίτις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ραχίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) μεταβολική πάθηση, η οποία προκαλείται από σοβαρή έλλειψη βιταμίνης D, ασβεστίου ή φωσφόρου, και εμφανίζεται κυρίως σε παιδιά ηλικίας 3 μηνών έως 3 ετών
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ραχίτιδα