ραχίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραχίτιδα < (καθαρεύουσα) ῥαχ(ῖτις) > -ίτιδα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική rachitis < αρχαία ελληνική ῥαχίτης (επίθετο) [1] → δείτε ῥάχις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾaˈçi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐χί‐τι‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραχίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) μεταβολική πάθηση, η οποία προκαλείται από σοβαρή έλλειψη βιταμίνης D, ασβεστίου ή φωσφόρου, και εμφανίζεται κυρίως σε παιδιά ηλικίας 3 μηνών έως 3 ετών
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ράχη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραχίτιδα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ραχίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας