Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραχίτιδα οι ραχίτιδες
      γενική της ραχίτιδας των ραχίτιδων
    αιτιατική τη ραχίτιδα τις ραχίτιδες
     κλητική ραχίτιδα ραχίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραχίτιδα < (καθαρεύουσα) ῥαχ(ῖτις) > -ίτιδα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική rachitis < αρχαία ελληνική ῥαχίτης (επίθετο) [1] → δείτε ῥάχις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾaˈçi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐χί‐τι‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραχίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) μεταβολική πάθηση, η οποία προκαλείται από σοβαρή έλλειψη βιταμίνης D, ασβεστίου ή φωσφόρου, και εμφανίζεται κυρίως σε παιδιά ηλικίας 3 μηνών έως 3 ετών
     συνώνυμα: ραχιτισμός

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ράχη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία