↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραχίτιδα οι ραχίτιδες
      γενική της ραχίτιδας των ραχίτιδων
    αιτιατική τη ραχίτιδα τις ραχίτιδες
     κλητική ραχίτιδα ραχίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραχίτιδα < (καθαρεύουσα) ῥαχ(ῖτις) > -ίτιδα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική rachitis < αρχαία ελληνική ῥαχίτης (επίθετο) [1] → δείτε ῥάχις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾaˈçi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐χί‐τι‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραχίτιδα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ράχη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία