Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾa.çi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐χι‐τι‐κός

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραχιτικός η ραχιτική το ραχιτικό
      γενική του ραχιτικού της ραχιτικής του ραχιτικού
    αιτιατική τον ραχιτικό τη ραχιτική το ραχιτικό
     κλητική ραχιτικέ ραχιτική ραχιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραχιτικοί οι ραχιτικές τα ραχιτικά
      γενική των ραχιτικών των ραχιτικών των ραχιτικών
    αιτιατική τους ραχιτικούς τις ραχιτικές τα ραχιτικά
     κλητική ραχιτικοί ραχιτικές ραχιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ραχιτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rachitique[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ραχιτικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) ο σχετικός με τη ραχίτιδα
  2. (προφορικό) αυτός που έχει κύφωση

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ραχιτικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ραχιτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραχιτικός οι ραχιτικοί
      γενική του ραχιτικού των ραχιτικών
    αιτιατική τον ραχιτικό τους ραχιτικούς
     κλητική ραχιτικέ ραχιτικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ραχιτικός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία