ραχιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾa.çi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐χι‐τι‐κός
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- ραχιτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rachitique[1]
Επίθετο
επεξεργασίαραχιτικός, -ή, -ό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ραχιτικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ραχιτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραχιτικός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραχιτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ραχιτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας