Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʁa.ʃi.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rachitique rachitiques

rachitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό