ραχοκοκαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραχοκοκαλιά | οι | ραχοκοκαλιές |
γενική | της | ραχοκοκαλιάς | των | ραχοκοκαλιών |
αιτιατική | τη | ραχοκοκαλιά | τις | ραχοκοκαλιές |
κλητική | ραχοκοκαλιά | ραχοκοκαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαραχοκοκαλιά θηλυκό
- (ανατομία) η σπονδυλική στήλη
- ο κεντρικός άξονας στον οποίο στηρίζεται μία δομή
- κεντρικό ή ραχιαίο νεύρο σπαθιού ή μαχαιριού (δεν έχουν όλες οι λεπίδες νεύρο, -α)
- μία σύνθετη δημιουργία