ραχιαλγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραχιαλγία < αρχαία ελληνικά ῥάχ(ις) (η ράχη, η πλάτη) + -αλγία, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rachialgie (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραχιαλγία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος στη ράχη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραχιαλγία