πισινούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πισινούλης < πισιν(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπισινούλης αρσενικό
- υποκοριστικό του πισινός
Συνώνυμα
επεξεργασία- κωλαράκι (υποκοριστικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πισινός
πισινούλης
|