πωπός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πωπός | οι | πωποί |
γενική | του | πωπού | των | πωπών |
αιτιατική | τον | πωπό | τους | πωπούς |
κλητική | πωπέ | πωποί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
πωπός αρσενικό
- εσφαλμένη γραφή του ποπός