macula
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- macula < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
macula θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | macula | maculae |
γενική | maculae | maculārum |
δοτική | maculae | maculīs |
αιτιατική | maculam | maculās |
κλητική | macula | maculae |
αφαιρετική | maculā | maculīs |