expel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | expel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expels |
αόριστος | expelled |
παθητική μετοχή | expelled |
ενεργητική μετοχή | expelling |
Ρήμα
επεξεργασίαexpel (en)
- διώχνω, αποβάλλω, κάνω επίσημα κάποιον να φύγει από ένα μέρος, ειδικά ένα σχολείο ή έναν οργανισμό
- απελαύνω, εξοβελίζω, αποσκορακίζω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από μια χώρα
- αποβάλλω, βγάζω με δύναμη κάτι από μέρος του σώματος ή από δοχείο
- ⮡ The graft is often expelled as a foreign body.
- Το μόσχευμα συχνά αποβάλλεται ως ξένο σώμα.
- ⮡ The graft is often expelled as a foreign body.