ενεστώτας expel
γ΄ ενικό ενεστώτα expels
αόριστος expelled
παθητική μετοχή expelled
ενεργητική μετοχή expelling

expel (en)

  1. διώχνω, αποβάλλω, κάνω επίσημα κάποιον να φύγει από ένα μέρος, ειδικά ένα σχολείο ή έναν οργανισμό
    ⮡  His father expelled him from the house.
    Ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι.
    ⮡  I run this risk of being expelled.
    Διατρέχω τον κίνδυνο να αποβληθώ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out
  2. απελαύνω, εξοβελίζω, αποσκορακίζω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από μια χώρα
    ⮡  They expelled him for political reasons.
    Tον απελάσανε για πολιτικούς λόγους.
     συνώνυμα: deport
  3. αποβάλλω, βγάζω με δύναμη κάτι από μέρος του σώματος ή από δοχείο
    ⮡  The graft is often expelled as a foreign body.
    Το μόσχευμα συχνά αποβάλλεται ως ξένο σώμα.