εξοβελίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξοβελίζω < εξ- + αρχαία ελληνική ὀβελίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεξοβελίζω
- (για τμήμα κειμένου) διαγράφω ως μη γνήσιο
- (για λέξεις) απομακρύνω από το αποδεκτό λεξιλόγιο και παύω να χρησιμοποιώ
- απομακρύνω, βγάζω από την μέση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξοβελίζω | εξοβέλιζα | θα εξοβελίζω | να εξοβελίζω | εξοβελίζοντας | |
β' ενικ. | εξοβελίζεις | εξοβέλιζες | θα εξοβελίζεις | να εξοβελίζεις | εξοβέλιζε | |
γ' ενικ. | εξοβελίζει | εξοβέλιζε | θα εξοβελίζει | να εξοβελίζει | ||
α' πληθ. | εξοβελίζουμε | εξοβελίζαμε | θα εξοβελίζουμε | να εξοβελίζουμε | ||
β' πληθ. | εξοβελίζετε | εξοβελίζατε | θα εξοβελίζετε | να εξοβελίζετε | εξοβελίζετε | |
γ' πληθ. | εξοβελίζουν(ε) | εξοβέλιζαν εξοβελίζαν(ε) |
θα εξοβελίζουν(ε) | να εξοβελίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξοβέλισα | θα εξοβελίσω | να εξοβελίσω | εξοβελίσει | ||
β' ενικ. | εξοβέλισες | θα εξοβελίσεις | να εξοβελίσεις | εξοβέλισε | ||
γ' ενικ. | εξοβέλισε | θα εξοβελίσει | να εξοβελίσει | |||
α' πληθ. | εξοβελίσαμε | θα εξοβελίσουμε | να εξοβελίσουμε | |||
β' πληθ. | εξοβελίσατε | θα εξοβελίσετε | να εξοβελίσετε | εξοβελίστε | ||
γ' πληθ. | εξοβέλισαν εξοβελίσαν(ε) |
θα εξοβελίσουν(ε) | να εξοβελίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξοβελίσει | είχα εξοβελίσει | θα έχω εξοβελίσει | να έχω εξοβελίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξοβελίσει | είχες εξοβελίσει | θα έχεις εξοβελίσει | να έχεις εξοβελίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξοβελίσει | είχε εξοβελίσει | θα έχει εξοβελίσει | να έχει εξοβελίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξοβελίσει | είχαμε εξοβελίσει | θα έχουμε εξοβελίσει | να έχουμε εξοβελίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξοβελίσει | είχατε εξοβελίσει | θα έχετε εξοβελίσει | να έχετε εξοβελίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξοβελίσει | είχαν εξοβελίσει | θα έχουν εξοβελίσει | να έχουν εξοβελίσει |
|