Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοβελίζω < εξ- + αρχαία ελληνική ὀβελίζω

εξοβελίζω

  1. (για τμήμα κειμένου) διαγράφω ως μη γνήσιο
  2. (για λέξεις) απομακρύνω από το αποδεκτό λεξιλόγιο και παύω να χρησιμοποιώ
  3. απομακρύνω, βγάζω από την μέση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία