οβελίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οβελίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀβελίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.veˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐βε‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαοβελίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οβελίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας