Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οβελισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
οβελισμ
ός
οι
οβελισμ
οί
γενική
του
οβελισμ
ού
των
οβελισμ
ών
αιτιατική
τον
οβελισμ
ό
τους
οβελισμ
ούς
κλητική
οβελισμ
έ
οβελισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οβελισμός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οβελισμός
αρσενικό
το
πέρασμα
στον
οβελό
, στη
σούβλα
Συνώνυμα
επεξεργασία
σούβλισμα
Συγγενικά
επεξεργασία
οβελιαίος
οβελίας
οβελίζομαι
οβελίζω
οβελιστήριο
οβελός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οβελισμός
γαλλικά
:
embrochement
(fr)