σουβλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουβλίζω < μεσαιωνική ελληνική < σούβλα + -ίζω
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουβλίζω | σούβλιζα | θα σουβλίζω | να σουβλίζω | σουβλίζοντας | |
β' ενικ. | σουβλίζεις | σούβλιζες | θα σουβλίζεις | να σουβλίζεις | σούβλιζε | |
γ' ενικ. | σουβλίζει | σούβλιζε | θα σουβλίζει | να σουβλίζει | ||
α' πληθ. | σουβλίζουμε | σουβλίζαμε | θα σουβλίζουμε | να σουβλίζουμε | ||
β' πληθ. | σουβλίζετε | σουβλίζατε | θα σουβλίζετε | να σουβλίζετε | σουβλίζετε | |
γ' πληθ. | σουβλίζουν(ε) | σούβλιζαν σουβλίζαν(ε) |
θα σουβλίζουν(ε) | να σουβλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σούβλισα | θα σουβλίσω | να σουβλίσω | σουβλίσει | ||
β' ενικ. | σούβλισες | θα σουβλίσεις | να σουβλίσεις | σούβλισε | ||
γ' ενικ. | σούβλισε | θα σουβλίσει | να σουβλίσει | |||
α' πληθ. | σουβλίσαμε | θα σουβλίσουμε | να σουβλίσουμε | |||
β' πληθ. | σουβλίσατε | θα σουβλίσετε | να σουβλίσετε | σουβλίστε | ||
γ' πληθ. | σούβλισαν σουβλίσαν(ε) |
θα σουβλίσουν(ε) | να σουβλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουβλίσει | είχα σουβλίσει | θα έχω σουβλίσει | να έχω σουβλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουβλίσει | είχες σουβλίσει | θα έχεις σουβλίσει | να έχεις σουβλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουβλίσει | είχε σουβλίσει | θα έχει σουβλίσει | να έχει σουβλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουβλίσει | είχαμε σουβλίσει | θα έχουμε σουβλίσει | να έχουμε σουβλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουβλίσει | είχατε σουβλίσει | θα έχετε σουβλίσει | να έχετε σουβλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουβλίσει | είχαν σουβλίσει | θα έχουν σουβλίσει | να έχουν σουβλίσει |
|
Ρήμα
επεξεργασίασουβλίζω
- περνάω μία σούβλα κατά μήκος ενός σφάγιου για να το ψήσω
- ψήνω ένα σφάγιο στη σούβλα
- ανασκολοπίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σούβλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουβλίζω | σούβλιζα | θα σουβλίζω | να σουβλίζω | σουβλίζοντας | |
β' ενικ. | σουβλίζεις | σούβλιζες | θα σουβλίζεις | να σουβλίζεις | σούβλιζε | |
γ' ενικ. | σουβλίζει | σούβλιζε | θα σουβλίζει | να σουβλίζει | ||
α' πληθ. | σουβλίζουμε | σουβλίζαμε | θα σουβλίζουμε | να σουβλίζουμε | ||
β' πληθ. | σουβλίζετε | σουβλίζατε | θα σουβλίζετε | να σουβλίζετε | σουβλίζετε | |
γ' πληθ. | σουβλίζουν(ε) | σούβλιζαν σουβλίζαν(ε) |
θα σουβλίζουν(ε) | να σουβλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σούβλισα | θα σουβλίσω | να σουβλίσω | σουβλίσει | ||
β' ενικ. | σούβλισες | θα σουβλίσεις | να σουβλίσεις | σούβλισε | ||
γ' ενικ. | σούβλισε | θα σουβλίσει | να σουβλίσει | |||
α' πληθ. | σουβλίσαμε | θα σουβλίσουμε | να σουβλίσουμε | |||
β' πληθ. | σουβλίσατε | θα σουβλίσετε | να σουβλίσετε | σουβλίστε | ||
γ' πληθ. | σούβλισαν σουβλίσαν(ε) |
θα σουβλίσουν(ε) | να σουβλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουβλίσει | είχα σουβλίσει | θα έχω σουβλίσει | να έχω σουβλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουβλίσει | είχες σουβλίσει | θα έχεις σουβλίσει | να έχεις σουβλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουβλίσει | είχε σουβλίσει | θα έχει σουβλίσει | να έχει σουβλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουβλίσει | είχαμε σουβλίσει | θα έχουμε σουβλίσει | να έχουμε σουβλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουβλίσει | είχατε σουβλίσει | θα έχετε σουβλίσει | να έχετε σουβλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουβλίσει | είχαν σουβλίσει | θα έχουν σουβλίσει | να έχουν σουβλίσει |
|