ανασκολοπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασκολοπίζω < αρχαία ελληνική ἀνασκολοπίζω < σκόλοψ (πάσσαλος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.sko.loˈpi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐σκο‐λο‐πί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαανασκολοπίζω (παθητική φωνή: ανασκολοπίζομαι)
- (λόγιο) σκοτώνω κάποιον με παλούκωμα, παλουκώνω, ανθρωποδιεμβάλλω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκολοπίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασκολοπίζω | ανασκολόπιζα | θα ανασκολοπίζω | να ανασκολοπίζω | ανασκολοπίζοντας | |
β' ενικ. | ανασκολοπίζεις | ανασκολόπιζες | θα ανασκολοπίζεις | να ανασκολοπίζεις | ανασκολόπιζε | |
γ' ενικ. | ανασκολοπίζει | ανασκολόπιζε | θα ανασκολοπίζει | να ανασκολοπίζει | ||
α' πληθ. | ανασκολοπίζουμε | ανασκολοπίζαμε | θα ανασκολοπίζουμε | να ανασκολοπίζουμε | ||
β' πληθ. | ανασκολοπίζετε | ανασκολοπίζατε | θα ανασκολοπίζετε | να ανασκολοπίζετε | ανασκολοπίζετε | |
γ' πληθ. | ανασκολοπίζουν(ε) | ανασκολόπιζαν ανασκολοπίζαν(ε) |
θα ανασκολοπίζουν(ε) | να ανασκολοπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασκολόπισα | θα ανασκολοπίσω | να ανασκολοπίσω | ανασκολοπίσει | ||
β' ενικ. | ανασκολόπισες | θα ανασκολοπίσεις | να ανασκολοπίσεις | ανασκολόπισε | ||
γ' ενικ. | ανασκολόπισε | θα ανασκολοπίσει | να ανασκολοπίσει | |||
α' πληθ. | ανασκολοπίσαμε | θα ανασκολοπίσουμε | να ανασκολοπίσουμε | |||
β' πληθ. | ανασκολοπίσατε | θα ανασκολοπίσετε | να ανασκολοπίσετε | ανασκολοπίστε | ||
γ' πληθ. | ανασκολόπισαν ανασκολοπίσαν(ε) |
θα ανασκολοπίσουν(ε) | να ανασκολοπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανασκολοπίσει | είχα ανασκολοπίσει | θα έχω ανασκολοπίσει | να έχω ανασκολοπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανασκολοπίσει | είχες ανασκολοπίσει | θα έχεις ανασκολοπίσει | να έχεις ανασκολοπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανασκολοπίσει | είχε ανασκολοπίσει | θα έχει ανασκολοπίσει | να έχει ανασκολοπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασκολοπίσει | είχαμε ανασκολοπίσει | θα έχουμε ανασκολοπίσει | να έχουμε ανασκολοπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανασκολοπίσει | είχατε ανασκολοπίσει | θα έχετε ανασκολοπίσει | να έχετε ανασκολοπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασκολοπίσει | είχαν ανασκολοπίσει | θα έχουν ανασκολοπίσει | να έχουν ανασκολοπίσει |
|