Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας deport
γ΄ ενικό ενεστώτα deports
αόριστος deported
παθητική μετοχή deported
ενεργητική μετοχή deporting

  Ρήμα επεξεργασία

deport (en)

  • απελαύνω
    They deported him for political reasons.
    Tον απελάσανε για πολιτικούς λόγους.
    He was arrested for smuggling and deported.
    Συνελήφθη για λαθρεμπόριο και απελάθηκε.
     συνώνυμα: expel

  Πηγές επεξεργασία