ενεστώτας deport
γ΄ ενικό ενεστώτα deports
αόριστος deported
παθητική μετοχή deported
ενεργητική μετοχή deporting

deport (en)

  • απελαύνω
    ⮡  They deported him for political reasons.
    Tον απελάσανε για πολιτικούς λόγους.
    ⮡  He was arrested for smuggling and deported.
    Συνελήφθη για λαθρεμπόριο και απελάθηκε.
     συνώνυμα: expel