deport
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | deport |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deports |
αόριστος | deported |
παθητική μετοχή | deported |
ενεργητική μετοχή | deporting |
Ρήμα
επεξεργασίαdeport (en)
ενεστώτας | deport |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deports |
αόριστος | deported |
παθητική μετοχή | deported |
ενεργητική μετοχή | deporting |
deport (en)