Ετυμολογία

επεξεργασία
get out < → δείτε τις λέξεις get και out

  Επιφώνημα

επεξεργασία

get out (en)

ενεστώτας get out
γ΄ ενικό ενεστώτα gets out
αόριστος got out
παθητική μετοχή got out (ΗΒ), gotten out (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting out

get out (en)

  1. (αμετάβατο) μαθεύομαι, γίνομαι γνωστός
    ⮡  If the news get outs, there will be trouble.
    Αν μαθευτούν τα νέα, θα γίνει φασαρία.
  2. (μεταβατικό) εκδίδω κάτι
    ⮡  He gets a novel out every year.
    Εκδίδει ένα μυθιστόρημα το χρόνο.
  3. (μεταβατικό) βγάζω, λέω κάτι με δυσκολία
    ⮡  He managed to get out a few words of an apology./He managed to get a few words of an apology out.
    Κατάφερε να βγάλει λίγες λέξεις συγγνώμης.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεφεύγω, φεύγω από ένα μέρος, απομακρύνω κάποιον ή κάτι μακριά από κάποιον ή κάτι
    ⮡  Six prisoners managed to get out.
    Έξι κρατούμενοι κατάφεραν να ξεφύγουν.
    ⮡  The cunning dog got out of the backyard.
    Ο πονηρός σκύλος έφυγε από την πίσω αυλή.
    ⮡  We left the cage open and the bird got out.
    Αφήσαμε ανοιχτό το κλουβί και έφυγε το πουλί.
    ⮡  They got people out of the building where the bomb had been placed.
    Απομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
    ⮡  He didn’t have time to get away from the spot of the explosion.
    Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το σημείο της έκρηξης.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις kick out και leave

Δείτε επίσης

επεξεργασία