μαθεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈθe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐θεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαμαθεύομαι, πρτ.: μαθευόμουν, στ.μέλλ.: θα μαθευτώ, αόρ.: μαθεύτηκα, μτχ.π.π.: μαθημένος (αποθετικό ρήμα) → δείτε και τη λέξη μαθαίνομαι
- (για νέα, ειδήσεις, πληροφορίες) γίνεται γνωστό
- ⮡ Δε μαθεύτηκε τίποτα. Το κρατούν όλοι επτασφράγιστο μυστικό.
- ⮡ Η αλήθεια πάντα μαθεύεται.
- (σε γ' πρόσωπο κυρίως αορίστου: απρόσωπο ρήμα → δείτε μαθεύεται) διαδίδεται η φήμη
- ⮡ Μόλις μαθεύτηκε ότι παραιτήθηκε ο πρόεδρος.
- ⮡ Μαθεύεται ότι θα παντρευτείς· αληθεύει;
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- Τα ρήματα μαθαίνομαι και μαθεύομαι συχνά εναλλάσσονται (με την έννοια: γίνεται γνωστό)
- Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη ο αόριστος (μαθεύτηκα) περιλαμβάνεται και στην κλίση του μαθαίνομαι. [2]
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). σελ.367
Πηγές
επεξεργασία- μαθεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαθεύεται - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)