ενεστώτας get out of
γ΄ ενικό ενεστώτα gets out of
αόριστος got out of
παθητική μετοχή got out of (ΗΒ), gotten out of (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting out of

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get out of < → δείτε τις λέξεις get, out και of

get out of (en)

  1. ξεφεύγω (από), αποφεύγω μια ευθύνη ή καθήκον
    ⮡  You’ll be lucky if you get out of being punished this time.
    Θα είσαι τυχερός αν ξεφύγεις την τιμωρία αυτή τη φορά.
    ⮡  Try to get out of work for a few days.
    Προσπάθησε να ξεφύγεις από τη δουλειά σου για λίγες μέρες.
    ⮡  I got out of washing the dishes.
    Απέφυγα να πλύνω τα πιάτα.
  2. ξεφεύγω από μια συνήθεια
    ⮡  I got out of my old/bad habits.
    Ξέφυγα από τις παλιές/κακές μου συνήθειες.
  3. αποσπώ, αποκτώ κάτι με πιεστικό, εκβιαστικό, δόλιο ή επιδέξιο τρόπο
    ⮡  They got the confession out of him after an hours-long interrogation.
    Του απέσπασαν την ομολογία ύστερα από πολύωρη ανάκριση.
  4. ωφελούμαι κάτι από κάποιον ή κάτι
    ⮡  I got nothing out of my studies./I didn’t get anything out of my studies.
    Δεν ωφελήθηκα καθόλου από τις σπουδές μου.
    ⮡  What are we going to get out of this?
    Σε τι πρόκειται να μας ωφελήσει αυτό;

Δείτε επίσης

επεξεργασία