get out of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get out of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets out of |
αόριστος | got out of |
παθητική μετοχή | got out of (ΗΒ), gotten out of (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | getting out of |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαget out of (en)
- ξεφεύγω (από), αποφεύγω μια ευθύνη ή καθήκον
- ⮡ You’ll be lucky if you get out of being punished this time.
- Θα είσαι τυχερός αν ξεφύγεις την τιμωρία αυτή τη φορά.
- ⮡ Try to get out of work for a few days.
- Προσπάθησε να ξεφύγεις από τη δουλειά σου για λίγες μέρες.
- ⮡ I got out of washing the dishes.
- Απέφυγα να πλύνω τα πιάτα.
- ⮡ You’ll be lucky if you get out of being punished this time.
- ξεφεύγω από μια συνήθεια
- ⮡ I got out of my old/bad habits.
- Ξέφυγα από τις παλιές/κακές μου συνήθειες.
- ⮡ I got out of my old/bad habits.
- αποσπώ, αποκτώ κάτι με πιεστικό, εκβιαστικό, δόλιο ή επιδέξιο τρόπο
- ⮡ They got the confession out of him after an hours-long interrogation.
- Του απέσπασαν την ομολογία ύστερα από πολύωρη ανάκριση.
- ⮡ They got the confession out of him after an hours-long interrogation.
- ωφελούμαι κάτι από κάποιον ή κάτι
- ⮡ I got nothing out of my studies./I didn’t get anything out of my studies.
- Δεν ωφελήθηκα καθόλου από τις σπουδές μου.
- ⮡ What are we going to get out of this?
- Σε τι πρόκειται να μας ωφελήσει αυτό;
- ⮡ I got nothing out of my studies./I didn’t get anything out of my studies.