shoo
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαshoo! (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | shoo |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shoos |
αόριστος | shooed |
παθητική μετοχή | shooed |
ενεργητική μετοχή | shooing |
shoo (en)
shoo! (en)
ενεστώτας | shoo |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shoos |
αόριστος | shooed |
παθητική μετοχή | shooed |
ενεργητική μετοχή | shooing |
shoo (en)