chase
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chase | chases |
chase (en)
- το κυνηγητό
- ⮡ After a long chase, we caught the thief.
- Ύστερα από πολύ κυνηγητό πιάσαμε τον κλέφτη.
- ⮡ After a long chase, we caught the thief.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | chase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chases |
αόριστος | chased |
παθητική μετοχή | chased |
ενεργητική μετοχή | chasing |
chase (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κυνηγώ, καταδιώκω, τρέχω πίσω από κάποιον ή από κάτι προσπαθώντας να το(ν) συλλάβω ή απλώς να το(ν) προφτάσω
- ⮡ The police chased (after) him, but he managed to escape.
- Τον κυνήγησε η αστυνομία, κατάφερε όμως να ξεφύγει.
- ⮡ The children are chasing the ball down the hill.
- Τα παιδιά κυνηγούν την μπάλα στον κατήφορο.
- ⮡ Children are chasing each other in the street.
- Τα παιδιά κυνηγιούνται στο δρόμο.
- ⮡ A police patrol car chased the perpetrators' car.
- Περιπολικό της αστυνομίας καταδίωξε το αυτοκίνητο των δραστών.
- ⮡ The police chased (after) him, but he managed to escape.
- (μεταβατικό) κυνηγώ, διώχνω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από κάποιο χώρο
- (μεταβατικό) κυνηγώ, επιδιώκω, προσπαθώ να αποκτήσω ή να πετύχω κάτι, για παράδειγμα χρήματα, δουλειά ή επιτυχία
- ⮡ He’s chasing fame/riches.
- Κυνηγάει τη δόξα/τα πλούτη.
- ⮡ All throughout his life he chased pleasures.
- Σ' όλη τη ζωή του επιδίωξε τις ηδονές.
- ⮡ He’s chasing fame/riches.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) κυνηγώ, για σύναψη ερωτικών σχέσεων
- ⮡ He chases women.
- Κυνηγάει τις γυναίκες.
- ⮡ Many are chasing her.
- Την κυνηγάνε πολλοί.
- ⮡ He chases women.
- (μεταβατικό) λαξεύω, σκαλίζω, κόβω σχέδια σε μέταλλο
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- chase (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- chase (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 243-244. ISBN 9780194325684., λήμμα: διώχνω