ενεστώτας chase
γ΄ ενικό ενεστώτα chases
αόριστος chased
παθητική μετοχή chased
ενεργητική μετοχή chasing

chase (en)

  1. κυνηγώ, καταδιώκω
  2. λαξεύω, σκαλίζω
  3. (μεταβατικό) διώχνω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από κάποιο χώρο
    ⮡  Chase the dog from the garden!
    Διώξε το σκύλο από τον κήπο!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out