Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chase chases

chase (en)

  • το κυνηγητό
    ⮡  After a long chase, we caught the thief.
    Ύστερα από πολύ κυνηγητό πιάσαμε τον κλέφτη.
ενεστώτας chase
γ΄ ενικό ενεστώτα chases
αόριστος chased
παθητική μετοχή chased
ενεργητική μετοχή chasing

chase (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κυνηγώ, καταδιώκω, τρέχω πίσω από κάποιον ή από κάτι προσπαθώντας να το(ν) συλλάβω ή απλώς να το(ν) προφτάσω
    ⮡  The police chased (after) him, but he managed to escape.
    Τον κυνήγησε η αστυνομία, κατάφερε όμως να ξεφύγει.
    ⮡  The children are chasing the ball down the hill.
    Τα παιδιά κυνηγούν την μπάλα στον κατήφορο.
    ⮡  Children are chasing each other in the street.
    Τα παιδιά κυνηγιούνται στο δρόμο.
    ⮡  A police patrol car chased the perpetrators' car.
    Περιπολικό της αστυνομίας καταδίωξε το αυτοκίνητο των δραστών.
  2. (μεταβατικό) κυνηγώ, διώχνω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από κάποιο χώρο
    ⮡  The way you act you will chase away all your customers.
    Με τον τρόπο σου θα κυνηγήσεις όλους τους πελάτες.
    ⮡  Chase the dog out of the garden!
    Διώξε το σκύλο από τον κήπο!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out
  3. (μεταβατικό) κυνηγώ, επιδιώκω, προσπαθώ να αποκτήσω ή να πετύχω κάτι, για παράδειγμα χρήματα, δουλειά ή επιτυχία
    ⮡  He’s chasing fame/riches.
    Κυνηγάει τη δόξα/τα πλούτη.
    ⮡  All throughout his life he chased pleasures.
    Σ' όλη τη ζωή του επιδίωξε τις ηδονές.
  4. (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) κυνηγώ, για σύναψη ερωτικών σχέσεων
    ⮡  He chases women.
    Κυνηγάει τις γυναίκες.
    ⮡  Many are chasing her.
    Την κυνηγάνε πολλοί.
  5. (μεταβατικό) λαξεύω, σκαλίζω, κόβω σχέδια σε μέταλλο

Παράγωγα

επεξεργασία