Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαξεύω < (ελληνιστική κοινή) λαξεύω

  Ρήμα επεξεργασία

λαξεύω

  • αφαιρώ με ειδικά εργαλεία τμήματα από έναν όγκο σκληρού υλικού, ξύλου ή πέτρας, με σκοπό να σχηματιστεί ένα χρηστικό αντικείμενο ή ένα γλυπτό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία