ενεστώτας carve
γ΄ ενικό ενεστώτα carves
αόριστος carved
παθητική μετοχή carved
ενεργητική μετοχή carving

carve (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκαλίζω, λαξεύω, γλύφω, φτιάχνω αντικείμενα, σχέδια κτλ. κόβοντας υλικό από ένα κομμάτι ξύλο ή πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό
    We carved a statue out of wood.
    Σκαλίσαμε ένα άγαλμα από ξύλο.
    I carved a statue out of rock.
    Λάξεψα ένα άγαλμα σε βράχο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sculpt
  2. (μεταβατικό) σκαλίζω, χαράζω, γράφω κάτι σε μια επιφάνεια κόβοντάς την
    He carved his name into a tree.
    Σκάλισε το όνομά του σ' ένα δέντρο.
    They carved her name on the tombstone.
    Χάραξαν το όνομά της στον τάφο.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) τεμαχίζω, κόβω ένα μεγάλο κομμάτι ψημένο κρέας σε μικρότερα κομμάτια για φαγητό
    He carved the chicken.
    Τεμάχισε το κοτόπουλο.

Παράγωγα

επεξεργασία