carve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | carve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carves |
αόριστος | carved |
παθητική μετοχή | carved |
ενεργητική μετοχή | carving |
Ρήμα
επεξεργασίαcarve (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκαλίζω, λαξεύω, γλύφω, φτιάχνω αντικείμενα, σχέδια κτλ. κόβοντας υλικό από ένα κομμάτι ξύλο ή πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό
- (μεταβατικό) σκαλίζω, χαράζω, γράφω κάτι σε μια επιφάνεια κόβοντάς την
- ↪ He carved his name into a tree.
- Σκάλισε το όνομά του σ' ένα δέντρο.
- ↪ They carved her name on the tombstone.
- Χάραξαν το όνομά της στον τάφο.
- ↪ He carved his name into a tree.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τεμαχίζω, κόβω ένα μεγάλο κομμάτι ψημένο κρέας σε μικρότερα κομμάτια για φαγητό
- ↪ He carved the chicken.
- Τεμάχισε το κοτόπουλο.
- ↪ He carved the chicken.