ενεστώτας sculpt
γ΄ ενικό ενεστώτα sculpts
αόριστος sculpted
παθητική μετοχή sculpted
ενεργητική μετοχή sculpting

sculpt (en)

  • σκαλίζω, λαξεύω, γλύφω, φτιάχνω φιγούρες ή αντικείμενα σκαλίζοντας ή διαμορφώνοντας ξύλο, πέτρα, πηλό, μέταλλο, μάρμαρο κτλ.
    ⮡  I sculpted a statue out of wood.
    Σκάλισα ένα άγαλμα από ξύλο.
    ⮡  shapes sculpted into the rock - μορφές λαξευμένες στο βράχο
     συνώνυμα:  carve και chisel