sculpt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sculpt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sculpts |
αόριστος | sculpted |
παθητική μετοχή | sculpted |
ενεργητική μετοχή | sculpting |
Ρήμα
επεξεργασίαsculpt (en)
- σκαλίζω, λαξεύω, γλύφω, φτιάχνω φιγούρες ή αντικείμενα σκαλίζοντας ή διαμορφώνοντας ξύλο, πέτρα, πηλό, μέταλλο, μάρμαρο κτλ.