carve up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | carve up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carves up |
αόριστος | carved up |
παθητική μετοχή | carved up |
ενεργητική μετοχή | carving up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcarve up (en)
- (κακόσημο) διαμελίζω, χωρίζω μια εταιρεία, μια έκταση γης κτλ. σε μικρότερα μέρη για να τη μοιράσω μεταξύ των ανθρώπων
- ⮡ Russia sought to carve up the Ottoman Empire.
- Οι Ρώσοι επιδίωξαν να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
- ⮡ Russia sought to carve up the Ottoman Empire.
Πηγές
επεξεργασία- {{R:OxLD|carve-up|carve up}