Ετυμολογία

επεξεργασία

διαμελίζω, αόρ.: διαμέλισα, παθ.φωνή: διαμελίζομαι, π.αόρ.: διαμελίστηκα, μτχ.π.π.: διαμελισμένος

  1. σκοτώνω, κομματιάζω ή αποσπώ με βίαιο τρόπο τα μέλη ενός ανθρώπου ή ζώου
  2. (μεταφορικά) διαλύω ένα κράτος (ή άλλο σύνολο) και το χωρίζω σε μικρότερα τμήματα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

διαμελίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη μέλος