διαμελίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμελίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμελίζω < δια- + μελίζω < αρχαία ελληνική μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.meˈli.zo/ & /ðʝa.meˈli.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαδιαμελίζω, αόρ.: διαμέλισα, παθ.φωνή: διαμελίζομαι, π.αόρ.: διαμελίστηκα, μτχ.π.π.: διαμελισμένος
- σκοτώνω, κομματιάζω ή αποσπώ με βίαιο τρόπο τα μέλη ενός ανθρώπου ή ζώου
- (μεταφορικά) διαλύω ένα κράτος (ή άλλο σύνολο) και το χωρίζω σε μικρότερα τμήματα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διά και μέλος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαμελίζω | διαμέλιζα | θα διαμελίζω | να διαμελίζω | διαμελίζοντας | |
β' ενικ. | διαμελίζεις | διαμέλιζες | θα διαμελίζεις | να διαμελίζεις | διαμέλιζε | |
γ' ενικ. | διαμελίζει | διαμέλιζε | θα διαμελίζει | να διαμελίζει | ||
α' πληθ. | διαμελίζουμε | διαμελίζαμε | θα διαμελίζουμε | να διαμελίζουμε | ||
β' πληθ. | διαμελίζετε | διαμελίζατε | θα διαμελίζετε | να διαμελίζετε | διαμελίζετε | |
γ' πληθ. | διαμελίζουν(ε) | διαμέλιζαν διαμελίζαν(ε) |
θα διαμελίζουν(ε) | να διαμελίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαμέλισα | θα διαμελίσω | να διαμελίσω | διαμελίσει | ||
β' ενικ. | διαμέλισες | θα διαμελίσεις | να διαμελίσεις | διαμέλισε | ||
γ' ενικ. | διαμέλισε | θα διαμελίσει | να διαμελίσει | |||
α' πληθ. | διαμελίσαμε | θα διαμελίσουμε | να διαμελίσουμε | |||
β' πληθ. | διαμελίσατε | θα διαμελίσετε | να διαμελίσετε | διαμελίστε | ||
γ' πληθ. | διαμέλισαν διαμελίσαν(ε) |
θα διαμελίσουν(ε) | να διαμελίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαμελίσει | είχα διαμελίσει | θα έχω διαμελίσει | να έχω διαμελίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαμελίσει | είχες διαμελίσει | θα έχεις διαμελίσει | να έχεις διαμελίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαμελίσει | είχε διαμελίσει | θα έχει διαμελίσει | να έχει διαμελίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαμελίσει | είχαμε διαμελίσει | θα έχουμε διαμελίσει | να έχουμε διαμελίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαμελίσει | είχατε διαμελίσει | θα έχετε διαμελίσει | να έχετε διαμελίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαμελίσει | είχαν διαμελίσει | θα έχουν διαμελίσει | να έχουν διαμελίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαμελίζομαι | διαμελιζόμουν(α) | θα διαμελίζομαι | να διαμελίζομαι | ||
β' ενικ. | διαμελίζεσαι | διαμελιζόσουν(α) | θα διαμελίζεσαι | να διαμελίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διαμελίζεται | διαμελιζόταν(ε) | θα διαμελίζεται | να διαμελίζεται | ||
α' πληθ. | διαμελιζόμαστε | διαμελιζόμαστε διαμελιζόμασταν |
θα διαμελιζόμαστε | να διαμελιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαμελίζεστε | διαμελιζόσαστε διαμελιζόσασταν |
θα διαμελίζεστε | να διαμελίζεστε | (διαμελίζεστε) | |
γ' πληθ. | διαμελίζονται | διαμελίζονταν διαμελιζόντουσαν |
θα διαμελίζονται | να διαμελίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαμελίστηκα | θα διαμελιστώ | να διαμελιστώ | διαμελιστεί | ||
β' ενικ. | διαμελίστηκες | θα διαμελιστείς | να διαμελιστείς | διαμελίσου | ||
γ' ενικ. | διαμελίστηκε | θα διαμελιστεί | να διαμελιστεί | |||
α' πληθ. | διαμελιστήκαμε | θα διαμελιστούμε | να διαμελιστούμε | |||
β' πληθ. | διαμελιστήκατε | θα διαμελιστείτε | να διαμελιστείτε | διαμελιστείτε | ||
γ' πληθ. | διαμελίστηκαν διαμελιστήκαν(ε) |
θα διαμελιστούν(ε) | να διαμελιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαμελιστεί | είχα διαμελιστεί | θα έχω διαμελιστεί | να έχω διαμελιστεί | διαμελισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαμελιστεί | είχες διαμελιστεί | θα έχεις διαμελιστεί | να έχεις διαμελιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαμελιστεί | είχε διαμελιστεί | θα έχει διαμελιστεί | να έχει διαμελιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαμελιστεί | είχαμε διαμελιστεί | θα έχουμε διαμελιστεί | να έχουμε διαμελιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαμελιστεί | είχατε διαμελιστεί | θα έχετε διαμελιστεί | να έχετε διαμελιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαμελιστεί | είχαν διαμελιστεί | θα έχουν διαμελιστεί | να έχουν διαμελιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαμελισμένος - είμαστε, είστε, είναι διαμελισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαμελισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαμελισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαμελισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαμελισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαμελισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαμελισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμελίζω < δια- + μελίζω < αρχαία ελληνική μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)
Ρήμα
επεξεργασίαδιαμελίζω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μέλος
Πηγές
επεξεργασία- διαμελίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.