Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαμελιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
διαμελιστ
ής
οι
διαμελιστ
ές
γενική
του
διαμελιστ
ή
των
διαμελιστ
ών
αιτιατική
τον
διαμελιστ
ή
τους
διαμελιστ
ές
κλητική
διαμελιστ
ή
διαμελιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαμελιστής
<
διαμελίζω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαμελιστής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
διαμελίστρια
)
αυτός που
διαμελίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαμελιστής