Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμελιστέος η διαμελιστέα το διαμελιστέο
      γενική του διαμελιστέου της διαμελιστέας του διαμελιστέου
    αιτιατική τον διαμελιστέο τη διαμελιστέα το διαμελιστέο
     κλητική διαμελιστέε διαμελιστέα διαμελιστέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμελιστέοι οι διαμελιστέες τα διαμελιστέα
      γενική των διαμελιστέων των διαμελιστέων των διαμελιστέων
    αιτιατική τους διαμελιστέους τις διαμελιστέες τα διαμελιστέα
     κλητική διαμελιστέοι διαμελιστέες διαμελιστέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμελιστέος < διαμελίζω + -τέος

  Επίθετο επεξεργασία

διαμελιστέος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία