διαμελίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμελίστρια < διαμελιστής + -τρια < διαμελίζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαμελίστρια θηλυκό
- θηλυκό του διαμελιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαμελίστρια
|
διαμελίστρια θηλυκό
|