αδιαμέλιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈme.li.stos/ & /a.ðʝaˈme.li.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐μέ‐λι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααδιαμέλιστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν διαμελίσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιαμέλιστος
|