διαμελισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαμελισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμελισμός < διαμελίζω, διαμελισ- + -μός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.me.liˈzmos/ & /ðʝa.me.liˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαμελισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμελίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- οριζόντιος διαμελισμός: (γεωλογία) (γεωγραφία) το σύνολο των ακτογραφικών στοιχείων: ακτές, κόλποι, πελάγη, χερσόνησοι, κλπ.
- κάθετος διαμελισμός: (γεωλογία) (γεωγραφία) το ανάγλυφο του εδάφους που περιλαμβάνει στοιχεία όπως βουνά, πεδιάδες κλπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαμελισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διαμελισμός | οἱ | διαμελισμοί |
γενική | τοῦ | διαμελισμοῦ | τῶν | διαμελισμῶν |
δοτική | τῷ | διαμελισμῷ | τοῖς | διαμελισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | διαμελισμόν | τοὺς | διαμελισμούς |
κλητική ὦ! | διαμελισμέ | διαμελισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαμελισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαμελισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαμελισμός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία
- διαμελισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.