πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαμελισμός οι διαμελισμοί
      γενική του διαμελισμού των διαμελισμών
    αιτιατική τον διαμελισμό τους διαμελισμούς
     κλητική διαμελισμέ διαμελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαμελισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαμελισμός οἱ διαμελισμοί
      γενική τοῦ διαμελισμοῦ τῶν διαμελισμῶν
      δοτική τῷ διαμελισμ τοῖς διαμελισμοῖς
    αιτιατική τὸν διαμελισμόν τοὺς διαμελισμούς
     κλητική ! διαμελισμέ διαμελισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαμελισμώ
γεν-δοτ τοῖν  διαμελισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμελισμός < διαμελίζω, διαμελισ- + -μός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαμελισμός αρσενικό