διαμελισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαμελισμός < ελληνιστική κοινή διαμελισμός < διαμελ(ίζω) + -ισμός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.mε.li.ˈzmɔs/ και /ðʝa.mε.li.ˈzmɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαμελισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμελίζω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- οριζόντιος διαμελισμός: (γεωλογία) (γεωγραφία) το σύνολο των ακτογραφικών στοιχείων: ακτές, κόλποι, πελάγη, χερσόνησοι, κλπ.
- κάθετος διαμελισμός: (γεωλογία) (γεωγραφία) το ανάγλυφο του εδάφους που περιλαμβάνει στοιχεία όπως βουνά, πεδιάδες κλπ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαμελισμός