γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λαξευτός λαξευτή τὸ λαξευτόν
      γενική τοῦ λαξευτοῦ τῆς λαξευτῆς τοῦ λαξευτοῦ
      δοτική τῷ λαξευτ τῇ λαξευτ τῷ λαξευτ
    αιτιατική τὸν λαξευτόν τὴν λαξευτήν τὸ λαξευτόν
     κλητική ! λαξευτέ λαξευτή λαξευτόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λαξευτοί αἱ λαξευταί τὰ λαξευτᾰ́
      γενική τῶν λαξευτῶν τῶν λαξευτῶν τῶν λαξευτῶν
      δοτική τοῖς λαξευτοῖς ταῖς λαξευταῖς τοῖς λαξευτοῖς
    αιτιατική τοὺς λαξευτούς τὰς λαξευτᾱ́ς τὰ λαξευτᾰ́
     κλητική ! λαξευτοί λαξευταί λαξευτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαξευτώ τὼ λαξευτᾱ́ τὼ λαξευτώ
      γεν-δοτ τοῖν λαξευτοῖν τοῖν λαξευταῖν τοῖν λαξευτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία