Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαξευτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
1.3
Κλιτικός τύπος επιθέτου
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαξευτής
<
λαξεύω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαξευτής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που
λαξεύει
την πέτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαξευτής
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
λαξευτής
γενική
ενικού
του
λαξευτή