ενεστώτας chase down
γ΄ ενικό ενεστώτα chases down
αόριστος chased down
παθητική μετοχή chased down
ενεργητική μετοχή chasing down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
chase down < → δείτε τις λέξεις chase και down

chase down (en)

  • κυνηγώ, καταδιώκω, επικοινωνώ με κάποιον για να του υπενθυμίσω να κάνουν κάτι που θα έπρεπε ήδη να έχουν κάνει
    ⮡  Creditors are chasing him down to pay off his debts.
    Οι πιστωτές τον κυνηγούν/καταδιώκουν για να εξοφλήσει τα χρέη του.