hurl
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hurl |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurls |
αόριστος | hurled |
παθητική μετοχή | hurled |
ενεργητική μετοχή | hurling |
Ρήμα
επεξεργασίαhurl (en)
- (μεταβατικό) πετάω, ρίχνω κάποιο αντικείμενο βίαια
- (μεταβατικό) πετάω βρισιά, πετάω κατάμουτρα
- (αμετάβατο, αργκό, αμερικανική σημασία) ξερνώ
Πηγές
επεξεργασία- hurl - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 608, 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξερνώ, πετώ, ρίχνω