Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας throw off
γ΄ ενικό ενεστώτα throws off
αόριστος threw off
παθητική μετοχή thrown off
ενεργητική μετοχή throwing off

  Ετυμολογία επεξεργασία

throw off < → δείτε τις λέξεις throw και off

  Ρήμα επεξεργασία

throw off (en)

  • (μεταβατικό) βγάζω τα ρούχα μου και τα πετάω αμέριμνα
    She threw off her gown quickly and…
    Έβγαλε τη ρόμπα της γρήγορα και…
    He threw off his clothes and fell into bed.
    Πέταξε τα ρούχα του κι έπεσε στο κρεβάτι.

  Πηγές επεξεργασία