shoot
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shoot | shoots |
shoot (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | shoot |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | shoots |
αόριστος | shot |
παθητική μετοχή | shot |
ενεργητική μετοχή | shooting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shoot (en)
- πυροβολώ
- χύνω (με την έννοια εκσπερματίζω)
ΕπιφώνημαΕπεξεργασία
shoot (en)
- που δείχνει δυσπιστία ή αποστροφή