Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃuːt/
ομόηχο: chute

  Επιφώνημα

επεξεργασία

shoot (en)

  • που δείχνει δυσπιστία ή αποστροφή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shoot shoots

shoot (en)

ενεστώτας shoot
γ΄ ενικό ενεστώτα shoots
αόριστος shot
παθητική μετοχή shot
ενεργητική μετοχή shooting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shoot (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, πυροβολώ, πυροβολώ ένα πιστόλι ή άλλο όπλο
    ⮡  Don’t shoot!
    Μην ρίχνεις!
    ⮡  They shot away all through the day.
    Έριχναν συνέχεια όλη την ημέρα.
    ⮡  They shot at him but missed him.
    Του έριξαν αλλά αστόχησαν.
     συνώνυμα: fire
  2. (μεταβατικό) ρίχνω, σκοτώνω ή τραυματίζω άνθρωπο ή ζώο με σφαίρα κτλ.
    ⮡  They shot him dead.
    Του έριξαν και τον σκότωσαν.
    ⮡  The police shot to kill.
    Η αστυνομία έριξε στο ψαχνό.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, την ικανότητα ενός όπλου να πυροβολεί σφαίρες κτλ.
    ⮡  I shoot an arrow/a gun.
    Ρίχνω ένα βέλος/ένα όπλο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη discharge
  4. (μεταβατικό & αμετάβατο, κινηματογράφος) κινηματογραφώ, γυρίζω, βγάζω
    ⮡  I am shooting a scene.
    Κινηματογραφώ μια σκηνή.
    ⮡  I am shooting a film.
    Γυρίζω ένα φιλμ.
    ⮡  You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
    Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
     συνώνυμα: film, → και δείτε τη λέξη record
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) πετάω, ορμώ, κινούμαι ή κινώ κάτι γρήγορα
    ⮡  The snake shot its tongue out.
    Το φίδι πέταξε έξω τη γλώσσα του.
    ⮡  Flames were shooting up from the burning house.
    Φλόγες πετάγονταν από το φλεγόμενο σπίτι.
    ⮡  He shot down the hill.
    Όρμησε κάτω στο λόφο.
  6. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) ρίχνω, κατευθύνω κάτι σε κάποιον ξαφνικά ή γρήγορα
    ⮡  She shot him an angry look.
    Του έριξε μια θυμωμένη ματιά.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) σουτάρω, προσπαθώ να κλοτσήσω, να χτυπήσω ή να πετάξω την μπάλα σε ένα τέρμα για να σκοράρω
    ⮡  He shot a three-pointer.
    Σούταρε τρίποντο.
    ⮡  You can’t score if you don’t shoot.
    Δεν μπορείς να σκοράρεις αν δε σουτάρεις.

Παράγωγα

επεξεργασία