Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

shooting (en)

  1. μετοχή ενεστώτα του ρήματος shoot

  Ουσιαστικό επεξεργασία

shooting (en)

  1. πυροβολισμός
  2. η σκοποβολή ή η βολή με πυροβόλο όπλο ως άθλημα ή ψυχαγωγία (άκλιτο)
  3. γύρισμα ταινίας, η κινηματογράφηση
     συνώνυμα: filming
  4. επαγγελματική φωτογράφιση
  5. βλαστάρι

  Επίθετο επεξεργασία

shooting (en)

  1. ξαφνικός, οξύς (π.χ. πόνος)