Επίθετο

επεξεργασία

shooting (en)

  • ξαφνικός, οξύς, για πόνο
    ⮡  I felt a shooting pain.
    Αισθάνθηκα έναν ξαφνικό/οξύ πόνο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shooting shootings

shooting (en)

  1. η σκοποβολή, η βολή με πυροβόλο όπλο ως άθλημα ή ψυχαγωγία
    ⮡  shooting competitions - αγώνες σκοποβολής
    ⮡  a shooting range - πεδίο βολής
  2. (μη μετρήσιμο) το κυνήγι
    ⮡  shooting season - εποχή κυνηγιού
  3. (μη μετρήσιμο) το γύρισμα ταινίας, η κινηματογράφηση
    ⮡  The biggest names in film were recruited for the shooting of the movie.
    Για το γύρισμα της ταινίας επιστρατεύθηκαν τα μεγαλύτερα ονόματα του κινηματογράφου.
     συνώνυμα: filming

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

shooting (en)