shooting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαshooting (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
shooting | shootings |
shooting (en)
- η σκοποβολή, η βολή με πυροβόλο όπλο ως άθλημα ή ψυχαγωγία
- ⮡ shooting competitions - αγώνες σκοποβολής
- ⮡ a shooting range - πεδίο βολής
- (μη μετρήσιμο) το κυνήγι
- ⮡ shooting season - εποχή κυνηγιού
- (μη μετρήσιμο) το γύρισμα ταινίας, η κινηματογράφηση
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαshooting (en)