ενεστώτας shoot down
γ΄ ενικό ενεστώτα shoots down
αόριστος shot down
παθητική μετοχή shot down
ενεργητική μετοχή shooting down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
shoot down < → δείτε τις λέξεις shoot και down

shoot down (en)

  • ρίχνω, καταρρίπτω, κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει στο έδαφος πυροβολώντας το
    ⮡  I am shooting down an enemy plane.
    Ρίχνω ένα εχθρικό αεροπλάνο.
    ⮡  A large number of enemy aircraft was shot down.
    Καταρρίφθηκε μεγάλος αριθμός εχθρικών αεροσκαφών.