κλαδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλαδάκι | τα | κλαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κλαδάκι | τα | κλαδάκια |
κλητική | κλαδάκι | κλαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαδάκι < κλαδί + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κλαδί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κλαδί