Δείτε επίσης: πυροβόλο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυροβολώ < πυροβόλο +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.ɾo.voˈo/

πυροβολώ (παθητική φωνή: πυροβολούμαι)

  1. ρίχνω πυροβολισμό
  2. ρυθμίζω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου εναντίον κάποιου
    τον πυροβόλησαν στα πόδια
  3. (μεταφορικά) κατηγορώ έντονα κάποιον

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • μην πυροβολείτε τον πιανίστα! : μην κατηγορείτε κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία