Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυροβολητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πυροβολητ
ής
οι
πυροβολητ
ές
γενική
του
πυροβολητ
ή
των
πυροβολητ
ών
αιτιατική
τον
πυροβολητ
ή
τους
πυροβολητ
ές
κλητική
πυροβολητ
ή
πυροβολητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυροβολητής
<
πυροβολώ
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυροβολητής
αρσενικό
κάποιος που
πυροβολεί
(
ειδικότερα
,
στρατιωτικός όρος
)
οπλίτης
του
πυροβολικού
, που χειρίζεται
πυροβόλο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
πυροβολικάριος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυροβολητής
γαλλικά
:
artilleur
(fr)
,
canonnier
(fr)
ισπανικά
:
artillero
(es)
πολωνικά
:
artylerzysta
(pl)