πυροβολημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυροβολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πυροβολώ
Μετοχή επεξεργασία
πυροβολημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πυροβολώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροβολημένος
|
πυροβολημένος, -η, -ο
|