Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυροβολείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
πυροβολεῖον
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πυροβολεί
ο
τα
πυροβολεί
α
γενική
του
πυροβολεί
ου
των
πυροβολεί
ων
αιτιατική
το
πυροβολεί
ο
τα
πυροβολεί
α
κλητική
πυροβολεί
ο
πυροβολεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυροβολείο
<
πυροβόλο
+
-είο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυροβολείο
ουδέτερο
(
στρατιωτικός όρος
)
οχυρωμένη
θέση
από την οποία
βάλλει
ένα
πυροβόλο
όπλο
Συνώνυμα
επεξεργασία
κανονιοστάσιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυροβολείο
αγγλικά
:
emplacement
(en)